ἀπόβασις

ἀπόβασις
высадка (с корабля)

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἀπόβασις" в других словарях:

  • ἀπόβασις — stepping off fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβάσει — ἀπόβασις stepping off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποβάσεϊ , ἀπόβασις stepping off fem dat sg (epic) ἀπόβασις stepping off fem dat sg (attic ionic) ἀποβά̱σει , ἀποβαίνω step off from aor subj act 3rd sg (epic doric) ἀποβά̱σει , ἀποβαίνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβάσεις — ἀπόβασις stepping off fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόβασις stepping off fem nom/acc pl (attic) ἀποβά̱σεις , ἀποβαίνω step off from aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβάσεσι — ἀπόβασις stepping off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβάσεσιν — ἀπόβασις stepping off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβάσης — ἀπόβασις stepping off fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀποβά̱σης , ἀποβαίνω step off from aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόβασιν — ἀπόβασις stepping off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάκης, Ιωάννης — (1885 – 1974). Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε τα στρατιωτικά μαθήματα στη Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, στο Κέντρο Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και σε… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՑ — (ի, իւ. Անցք, ցից, ցիւք.) NBH 1 0248 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c, 14c գ. ԱՆՑ ԱնՑՔ διάβασις, διέξοδος , δίοδος, πάροδος transitio, transitus, via, per quam transitur Անցանելն, անցումն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒՐԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0559 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c գ. ἅρνησις, ἁπόβασις negatio, recusatio παράβασις praevaricatio, transgressio. Ուրանալն. ուրացումն. յուրաստն լինել. հաւատադրժութիւն. եւ Ժխտումն. եւ Բացասութիւն. հրաժարումն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»